- κατάλληλος
- -η, -ο (AM κατάλληλος, -ον)αυτός που έχει τις απαιτούμενες ιδιότητες για κάτι, πρόσφορος, χρήσιμος, αρμόδιος («ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση»)αρχ.1. ο αντίστοιχος2. γραμμ. αυτός που είναι ορθά συγκροτημένος3. (για το κείμενο τού Αριστοτ.) καλά διατεταγμένος.επίρρ...καταλλήλως και κατάλληλα (AM καταλλήλως και κατάλληλα)με κατάλληλο τρόπο, πρόσφορα, προσηκόντωςαρχ.1. σε αντίστοιχη σειρά, σε τάξη2. διαδοχικά3. κατά σειρά4. (το υπερθ.) καταλληλότερονορθοεπέστερα, ακόμη πιο σωστά διατυπωμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατ’ αλλήλους].
Dictionary of Greek. 2013.